- φρονηματίζω
- ΝΜΑ [φρόνημα, -ήματος]νεοελλ.1. κάνω κάποιον φρόνιμο, σωφρονίζω2. εμβάλλω σε κάποιον θάρρος, αυτοπεποίθησημσν.-αρχ.κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, να τρελαθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονηματίζω — φρονηματίζω, φρονημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φρονηματίζω — φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ. 1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια. 2. κάνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
φρονηματισμός — ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω] νεοελλ. σωφρονισμός μσν. αρχ. αλαζονεία, έπαρση … Dictionary of Greek